- θυλάκου
- θῡλάκου , θύλακοςsackmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυλακίτιδα — Πυώδης φλεγμονή στο στόμιο του θυλάκου των τριχών, που οφείλεται είτε στα συνηθισμένα πυογόνα μικρόβια (σταφυλόκοκκοι, στρεπτόκοκκοι), είτε σε μύκητες (τριχόφυτο). Οι θ. στα γένεια και στο μουστάκι ονομάζονται συκώσεις· επίσης η ακμή αποτελεί… … Dictionary of Greek
κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
άρθρωση — Ανατομικός σχηματισμός με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους διαφορετικά οστά. Η ά. στην οποία τα διάφορα οστά συνδέονται μεταξύ τους με την παρεμβολή ινοχόνδρινου ιστού ονομάζεται συνάρθρωση. Στις συναρθρώσεις δεν υπάρχει κενό μεταξύ των οστών που … Dictionary of Greek
αθηρωματώδης — ες [αθήρωμα] 1. ο σχετικός με το αθήρωμα, αυτός που χαρακτηρίζεται από αθήρωμα 2. φρ. «αθηρωματώδης κύστη» Ιατρ. κύστη από κατακράτηση σμήγματος (τού λιπαρού υλικού που προστατεύει το δέρμα από την ξήρανση), λόγω αποφράξεως τού εκφορητικού πόρου… … Dictionary of Greek
ελυτροκήλη — η συγγενής ή επίκτητη κήλη τού ευθυμητρικού θυλάκου … Dictionary of Greek
ηβομηρικός — ή, ό ανατ. φρ. «ηβομηρικός σύνδεσμος» ένας από τους συνδέσμους που ενισχύουν τον αρθρικό θύλακο τής κατ ισχίον διαρθρώσεως, ο οποίος καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια τού θυλάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήβη + μηρικός (< μηρός). Η λ. μαρτυρείται από το… … Dictionary of Greek
θυλακόεις — θυλακόεις, εσσα, εν (Α) [θύλακος] θυλακοειδής, αυτός που έχει μορφή θυλάκου … Dictionary of Greek
ισχιομηρικός — ή, ό φρ. «ισχιομηρικός σύνδεσμος» ο σύνδεσμος τής οπίσθιας πλευράς τού αρθρικού θυλάκου, ο οποίος αναστέλλει τη στροφή τού μηρού προς τα μέσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + μηρ ικός (< μηρός). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… … Dictionary of Greek
κρανιοφαρυγγίωμα — το ιατρ. όγκος τού εγκεφάλου που αναπτύσσεται επάνω από το τουρκικό εφίππιο σε βάρος τού μίσχου τής υπόφυσης και τού θυλάκου τού Ράτκε. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. craniopharyngiome < crani(o) (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) +… … Dictionary of Greek